Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Η Ιστορία μιας αγέρωχης προσφυγοπούλας. Αγαθή Κυρίτση.


Η  Ιστορία μιας αγέρωχης προσφυγοπούλας
Αγαθή Κυρίτση
Σ’ ένα χωριό της Ανατολικής Θράκης στα μεσόγεια της Προποντίδας, όχι πολύ μακριά από τη θάλασσα, με κοντινές πόλεις την Περίσταση, την Ραιδεστό και την Καλλίπολη, γεννήθηκε το 1880 η κ.Αγαθή.
Σε ηλικία μόλις 4 ετών και η αδελφή της 2 (δύο) πέθανε η καλή τους μανούλα, το στήριγμα κάθε ανθρώπου, η καταφυγή, η ζεστή αγκαλιά, η παρηγοριά και μάλιστα σε μια τόσο μικρή ηλικία, που τα παιδιά ζητούν το χάδι, τα φιλιά, την αγάπη, την στοργή την προστασία.
Ο πατέρας καλός, αλλά τι μ’ αυτό! Δεν μπορούσε ν’ αναπληρώσει την μάνα, και καθώς ήταν πολύ νέος ακόμη, ξαναπαντρεύτηκε.
Δεν απέκτησε όμως άλλα παιδιά. Τα χρόνια περνούσαν τα κορίτσια μεγάλωναν χωρίς την ξεγνοιασιά και την χαρά που δίνει η παρουσία της μάνας. ( «μάνα κράζει το παιδί, μάνα ο γιός και μάνα ο γέρος»).
Σαν να μην έφθανε ο ένας καημός, προστέθηκε κι’ άλλος. Ο πατέρας ακόμη νέος αρρώστησε και πέθανε. Εγκατέλειψε και αυτός τον μάταιο τούτο κόσμο.
Οι δύο αδελφές έμειναν μόνες. Και η ζωή συνεχίζεται.
Όταν μεγάλωσαν ήρθαν τα προξενιά τους και παντρεύτηκαν και οι δύο. Απέκτησαν και οι δύο από ένα αγόρι . Τα βάσανα δεν λένε όμως να σταματήσουν. Οι Τούρκοι είχαν ψηφίσει νόμο οι σκλαβωμένοι άντρες να μην πηγαίνουν στρατιώτες, αλλά να εξαγοράζουν την στρατιωτική τους θητεία με χρήματα.
Έτσι η κ. Α. έδωσε ότι είχε και δεν είχε για να εξαγοράσει τη θητεία του άντρα της.
Δεν πέρασε καιρός και οι Τούρκοι σκεπτόμενοι πονηρά καταργήσανε αυτόν τον νόμο.
Τους επιστρατεύσανε όλους και τους βάζανε στον πόλεμο στην πρώτη γραμμή για να σκοτωθούνε ή τους βάζανε σε καταναγκαστικά έργα.
Στρατηγική σκέψη των Τούρκων, πήραν τα λεφτά, πήραν και τους άνδρες. Πήραν και τον άνδρα της κ. Α., ο καιρός περνούσε και η κ. Α. δεν πήρε είδηση από τον άνδρα της. Άρχισε ν’ ανησυχεί. Την έζωσαν τα φίδια που λέει ο λόγος.
Όσο και αν ρώτησε, όσο και αν προσπάθησε να μάθει, τι τέλος πάντων του συνέβη δεν πήρε απάντηση.
Μόνο εικασίες μπορούσε να κάνει με το μυαλό της. Αναρωτιόταν μήπως αρρώστησε και πέθανε;  Της φαινόταν λιγότερο οδυνηρό. Μήπως τον σκότωσαν ; Της φαινόταν φοβερό ! Τον θάψανε; Τον άφησαν άταφο; Σκληρό, πολύ σκληρό.
Πόνος αβάσταχτος για μια γυναίκα νέα που δεν είχε που να στηριχτεί. Ο άνδρας της κ. Α. δεν γύρισε ποτέ. Αγνοούμενος. Τον περίμενε πάντα. Ποτέ δεν έμαθε τι του συνέβη. ( «Ενός κακού μύρια έπονται»), κι ενώ όλα αυτά βασάνιζαν και ταλαιπωρούσαν την κ. Α., αρρωσταίνει ο άνδρας της αδελφής της. Δεν τα κατάφερε να αναρρώσει και σε λίγο καιρό πέθανε.
Σμίγουν ξανά οι αδελφές με ένα παιδί η κάθε μία.
 Και ο καιρός περνούσε. Παρουσιάστηκαν πάλι προξενιές να ξαναπαντρευτούν. Ήταν καλές, νοικοκυρεμένες, εργατικές και όμορφες.
Η κ. Α. το δήλωσε ορθά κοφτά. Δεν ξαναπαντρεύομαι , την τύχη μου την είδα.
 Η αδελφή της είχε άλλη γνώμη. Έκανε καινούργιο ξεκίνημα και ξαναπαντρεύτηκε σε διπλανό χωριό. Γέννησε άλλα τέσσερα παιδιά, τα τρία στην Ελλάδα. Η κ. Α. έμεινε μόνη με τον μονάκριβο γιό της. Εργαζόταν περισσότερο και από τους άνδρες.
Είχε τα χωράφια της, τα ζωντανά της ,τ’ αμπέλι της και σαν γυναίκα δούλευε πολύ το εργόχειρο.
Α! Όλες τις γυναικείες δουλειές κατείχε το κλώσιμο του μαλλιού σε νήμα και την υφαντική τέχνη.
Στον αργαλειό δεν την έφθανε κανείς. Είχε την ικανότητα να διακρίνει το ωραίο από το άσχημο. Για χρόνια θυμόταν κάτι που της άρεσε και προσπαθούσε να το αντιγράψει. Αργότερα στην Ελλάδα, τα εγγόνια της αλλά και οι γειτονοπούλες πάντα έπαιρναν την γνώμη της, γι’ αυτό που έπλεκαν ή γι’ αυτό που κεντούσαν. Ακόμη και στα φορέματα και στα χρώματα και στα σχέδια είχε γνώμη και άποψη σωστή.
Στον αργαλειό, όχι μόνο η κ. Α. αλλά και οι άλλες γυναίκες του χωριού ύφαιναν τα πάντα. Από μάλλινα τα πάντα, από βαμβακερά το ίδιο. Στρώματα μάλλινα για το χειμώνα, βαμβακερά για το καλοκαίρι και με ανελεχτά σχέδια στην όψη. ( Όπως οι Κρητικές ποδιές είναι τα ανελεχτά σχέδια).
Ας αρχίσουμε από τα μάλλινα.
1.      Κιλίμια ( στρωσίδια για τα δάπεδα του σπιτιού με κρουστή ύφανση ριγωτά για καθημερινή χρήση).
2.      Κιλίμια κι επίσημες μέρες με γεωμετρικά σχέδια ή λουλούδια υψηλής αισθητικής.
3.      Ταπέτα για τους τοίχους με πουλιά, λουλούδια, ζώα ακόμη και ανθρώπους.
4.      Διαδρόμους, ριχτάρια για τα μιντέρια. ( μιντέρι: χτιστός καναπές).Συνδυασμούς χρωμάτων και σχεδίων πανέμορφοι.
5.      Τσέργες. ( είναι οι βελέντζες ).
6.      Δίμητα μάλλινα με ρίγα για κοστούμια.
7.      Μάλλινα υφαντά μπαχτά στο μαντάνι για κοστούμια το χειμώνα.( μπαντάνι είναι μηχανή επεξεργασίας μάλλινων υφασμάτων, κλινοσκεπασμάτων υπό τεχνητόν καταρράκτη).
8.      Με την τεχνική του μαντανιού ύφαιναν μάλλινο ύφασμα και έραβαν κάπα,( κουκούλι το έλεγαν γιατί είχε κουκούλα, κάτι σαν το σημερινό πλαστικό αδιάβροχο). Το χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί αλλά και οι αγρότες. Δεν το διαπερνούσε η βροχή ούτε και το χιόνι. Όταν όμως εκτίθενταν πολλή ώρα στην βροχή γινόταν εξαιρετικά βαρύ.
9.     Τσουρβάδες, δισάκκια , ως και τσουβάλια όλα με μάλλινη κλωστή υφασμένα στον αργαλειό.
10.   Βαμβακερά στον αργαλειό τα πάντα:
Σεντόνια πολύ λεπτά, πολλές φορές και με μεταξωτή κλωστή, τραπεζομάντηλα, πετσέτες φαγητού , ριχτάρια για τα μιντέρια. Μαξιλάρια ανελιχτά για τα μιντέρια . Υφαντό βαμβακερό ύφασμα για πουκάμισα ανδρικά, αλλά και για γυναικεία εσώρουχα. Άλλες γυναικείες δουλειές ιδιαίτερα το χειμώνα, ήταν το πλέξιμο ρούχων με μάλλινη κλωστή, όπως ζακέτες ανδρικές-γυναικείες , πουλόβερ, κάλτσες για όλη την οικογένεια, σάρπες και πολλά άλλα.
Από κεντήματα και τι δεν έκαναν ακόμη και τα εσώρουχα τους κεντούσαν με φεστόνια και κοφτά σχέδια. Έχω δει σεντόνι κεντημένο της κ.Α. με μια βελονιά περίεργη που πια είναι η καλή και πια η ανάποδη δεν διακρίνεται. Κεντούσαν  σταυροβελονιές σε χασέδες ( με την τεχνική του καμβά) πανέμορφες, κοφτές κουρτίνες, καρέ και πολλά άλλα. Κεντημένη ήταν και η προίκα του μωρού και όλα στο χέρι.
Όλες αυτές οι εργασίες των γυναικών γινόταν κυρίως τον χειμώνα, το τέλος του φθινώπορου και την πρωτάνοιξη. Όταν ο καιρός καλυτέρευε και άρχιζαν οι εξωτερικές δουλειές βοηθούσαν τους άνδρες τους στην καλλιέργεια των χωραφιών, των κήπων, των αμπελιών. Αργότερα στο μάζεμα της συγκομιδής.
Οι κάτοικοι στο χωριό της κ. Α. ασχολούνταν με την γεωργία, την κτηνοτροφία, την αμπελουργία, την σηροτροφία, ( μεταξοσκωληκοτροφία) και ορισμένοι  έβγαζαν ξυλοκάρβουνο.
Τα προϊόντα που έβγαζαν ήταν ικανοποιητικά, τους έφθαναν και τους περίσσευαν. Ζούσαν την ζωή τους ήρεμα, γλυκά.
Στο χωριό ήταν μόνο Έλληνες. Ο τόπος ήταν πεδινός, ό,τι έσπερναν ευδοκιμούσε. Καταπράσινος χωρίς ψηλά άγρια και πετρώδη βουνά. Ένας μικρός καταπράσινος λοφίσκος στα βόρεια του χωριού. Γενικά η Ανατολική Θράκη είναι ένας απέραντος κάμπος.
Η ζωή περνούσε χαρούμενη, με τα πανηγύρια τους, τους αρραβώνες και τους γάμους τους. Τα ήθη και τα έθιμά τους. Οι Θρακιώτες είχαν πολλά έθιμα και παραδόσεις.
Τους χειμερινούς μήνες τους περνούσαν με παραμύθια, ανέκδοτα, αινίγματα και αστεία. Μερικοί είχαν ταλέντο αν κάποιος ή κάποια παραστρατούσε της σκάρωναν τραγούδι. Παράδειγμα για να καταλάβαιτε:
Μου το διηγόταν η κ.Α.

Η Μαριγούλα είχε νιάτα
Μα δεν τα τίμησε
Τά βαλε μες το τζάκι
Και τα καπίνισε.
Κι ένα μπακράκι γκωτζε ( αλεσμένο σιτάρι)
Τα’άφησε η Μαριγούλα
Πάει να βάλει φερετζέ.

Η κ. Α. διηγήθηκε στα εγγόνια της  και στα δισέγγονά της . ( Ο Θεός ευδόκησε να ζήσει πολλά χρόνια 102 τον αριθμό) περίπου 20 παραμύθια, και κανείς δεν τα θυμάται ολόκληρα, μέσες άκρες. Αν τα θυμόμασταν θα γράφαμε ένα βιβλίο παραμυθιών αφιερωμένο στη μνήμη της.
Ο γιος της εν τω μεταξύ μεγάλωσε κι έπρεπε να πάει σχολείο. Πήγε τον έγραψε. Το παιδί ήταν έξυπνο αγαπούσε τα γράμματα. Πήγε στο σχολείο της Θράκης μέχρι τη Β΄ Δημοτικού.
Αργότερα όταν ήρθαν στην Ελλάδα της ζήτησαν αν είχε ικανότητες να τον σπουδάσουν. Η κ. Α. νόμιζε πως θα τον χάσει και δεν τον έδωσε.
Έμεινε στο χωριό, ασχολήθηκε με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Η ίδια ήταν αγράμματη. Ο πατέρας της την έστειλε στο σχολείο αλλά αυτή έκανε συνέχεια σκασιαρχείο. Ο πατέρας της δεν την πίεσε με αποτέλεσμα να διακόψει την φοίτηση.
Ήταν πανέξυπνη και αργότερα το μετάνιωσε. Όταν ο γιος της ήταν γύρω στα 10 του γενέθλια έφτασε το μαύρο μαντάτο. Η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922.
Όποιος δεν έχει ζήσει τέτοιες καταστάσεις δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει, να νιώσει την απόγνωση, τον πανικό από μια τέτοια είδηση. Να αφήσεις το σπίτι σου , τη γη σου τις στρωμένες δουλειές σου και να πας πού; Τους τάφους των προγόνων σου από χιλιάδες χρόνια εκεί, τον τόπο τον ήμερο, τον γλυκό που τόσο αγάπησες.
Η κ. Α. παίρνει τις αποφάσεις της. Θα ετοιμαστεί και θα πάει στο χωριό για να έρθουν παρέα στη νέα πατρίδα.
Δεν είχε στενότερο συγγενή από την αδελφή της . Στην Ελλάδα ήρθαν περπατώντας . Φορτώνει λοιπόν ό,τι πιο χρήσιμο, παίρνει το γιό της το γαϊδουράκι της και την βοϊδάμαξα και ξεκινάει.
Αλήθεια τι θα μπορούσε να φορτώσει από το νοικοκυριό χρόνων σε ένα αμάξι όσο περιορισμένο κι αν ήταν ,αυτό το νοικοκυριό;
Ας το σκεφτούμε εμείς οι σημερινοί υπερκαταναλωτές που γεμίσαμε τα σπίτια από άχρηστα πράγματα.
Ο δρόμος περνούσε μέσα από το δάσος και προκαλούσε φόβο μην ξεπεταχτεί κάποιος με άγριες διαθέσεις μπροστά σου. Η απόσταση ήταν πάνω από 10 χιλιόμετρα.
Με την βοήθεια του θεού φθάσανε σώοι. Συνάντησε την αδελφή της και κατάλαβε ότι κάτι την βασάνιζε. Τι σου συμβαίνει την ρωτά, Να λέει, δεν έχουμε αλεύρι να ζυμώσουμε ψωμιά για το δρόμο. Να πάρουμε και μαζί μας. Τι θα τρώμε; Πράγματι έπρεπε να έχουν αρκετές προμήθειες τροφίμων για το δρόμο. Η πορεία διήρκησε 42 ημέρες.
Κάπου κάπου σταματούσαν να ξεκουραστούν οι ίδιοι και τα ζώα. Οι γυναίκες τότε ετοίμαζαν
Ό,τι μπορούσαν για φαγητό και ψωμί.
Η κ. Α. λέει στην αδελφή της , μην στεναχωριέσαι. Εγώ άφησα φρεσκοαλεσμένο αλεύρι στο χωριό μου θα πάω να το πάρω.
Να σημειωθεί ότι οι μύλοι ήταν νερόμυλοι και το αλεύρι έβγαινε πρώτης ποιότητας.
Η αδελφή της τρόμαξε. Είσαι στα καλά σου, κι αν παρουσιαστεί κανένα τουρκικό απόσπασμα, της λέει, τι θα απογίνετε;
Εγώ, της λέει, θα πάω και ο θεός βοηθός. Ε τότε της λέει πάρε μαζί σου το δικό μου παιδί ( από τον πρώτο γάμο). Αν σου συμβεί κάτι να μείνει τουλάχιστον η ρίζα σου. Το παιδί της όμως δεν χωριζόταν από την μάνα του και πήγε μαζί της.
Ήταν αποκοτιά, ήταν ανάγκη, δεν ξέρω. Ίσως και τα δύο μαζί, με την βοήθεια του Θεού φθάσανε κι πάλι.
Τι ήταν αυτό που αντικρύσαμε! Ερήμωση , τους έπιασε φόβος, πανικός. Ψυχή δεν υπήρχε. Ένα χωριό που πριν από λίγες μέρες έσφυζε από ζωή , τώρα ήταν φάντασμα. Ένα φρικτό φάντασμα.
Όσο σκληρή κι’ αν έδειχνε η κ. Α. άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Οι πόρτες όλων των σπιτιών ήταν ανοιχτές. Οι αυλές γεμάτες οικοσκευές και ρούχα, που δεν χωρέσανε στα αμάξια τους., κότες , γάτες, μικρά μοσχαράκια και ό,τι άλλο δεν μπορούσε να ακολουθήσει την πορεία έμεινε εκεί. Να τριγυρίζει πεινασμένο και  αφρόντιστο.
Τα μεγάλα ζώα τα κάνανε αγέλη-κοπάδι και τα πήραν μαζί τους. Όσο και αν προσπαθήσεις να φανταστείς τι θα νιώσεις όταν βρεθείς σε ένα τόπο, όπου γεννήθηκες, μεγάλωσες , αγάπησες, έζησες χαρές και λύπες και ξαφνικά βρίσκεσαι ολομόναχος εκεί, δεν θα τα καταφέρεις.
Ό,τι δεν ζει κανείς δεν το καταλαβαίνει. Σαν  να μην έφθανε η πίκρα που πότισε την ψυχή, την ύπαρξη της ολόκληρη της κ. Α. προέκυψε καινούργιο πρόβλημα.
Πώς να φορτώσει δυο σακιά αλεύρι μοναχή γυναίκα; Το παιδί ήταν μικρό δεν μπορούσε να βοηθήσει.
Όταν αποφάσισε να γυρίσει ήλπιζε ότι δεν είχαν φύγει ακόμη όλοι οι χωριανοί της. Κάποιον θα έβρισκε. Απελπίστηκε. Δεν ήξερε πώς να φορτώσει. Και κει που είχε βυθιστεί σε σκέψεις. Ξεπρόβαλε ένας χωριανός της. Αυτός ήταν βοσκός σε τουρκικό κοπάδι προβάτων. Πήγε να το παραδώσει και ξέμεινε πίσω. Πέρασε λοιπόν απ’ το χωριό να πάρει σουσάμι για να τρώει στο δρόμο. 
Έτσι την βοήθησε και φόρτωσε το αλεύρι. Με βαριά βήματα πήραν πάλι το δρόμο του γυρισμού για το χωριό της αδελφής της. Στεκόταν και κοίταζε και ξανακοίταζε το χωριό, άραγε θα ξαναγυρίσω ποτέ εδώ; Αντίο σπιτάκι μου, αντίο χωριό μου.
Αυτή την φορά φορτώθηκε από το σπίτι της κι’ ένα δοχείο πετιμέζι που είχε κάνει απ’ τα’ αμπέλι της. Το κρατούσε στα χέρια. Κάποια στιγμή κουράστηκε και το παράτησε στο δρόμο.
Όταν επιτέλους φθάσανε σώοι, Άρχισαν τις ετοιμασίες για το ξεκίνημα.
Ένας φτωχός ηλικιωμένος από το χωριό της αδελφής της δεν είχε καινούρια κλινοσκεπάσματα. Η κ. Α. τον συνέστησε αν θέλει να πάει  στο χωριό της. Μπορεί να βρείς και να πάρεις ό,τι θέλεις. Έτσι κι έγινε.
Στο δρόμο του γυρισμού βρήκε και το δοχείο με το πετιμέζι. Το πήρε, το έφερε στο χωριό για λογαριασμό δικό του φυσικά.
Έτσι άρχισε ο ξεριζωμός, ο γολγοθάς των Ελλήνων της Θράκης.
Ακολούθησαν καινούργια βάσανα, καινούργιες περιπέτειες, καινούργιες ιστορίες.
Ώσπου να στεριώσουν σε κάποια γωνία της Ελλάδας και ν’ αρχίσουν την ζωή τους απ’ την αρχή.

Θράκη.
Με φερετζέ σε ντύσανε
Θράκη μου τη μορφή σου,
Όμως δεν θα μπορέσουνε
ν’ αλλάξουν την ψυχή σου.
Θράκη μου όμορφη
φεύγω και σ’ αφήνω γεια.
Μα θα μείνω Θρακιοπούλα
και στην ξενητειά.

Προσφυγοπούλες
Προσφυγοπούλες στα βουνά
Έχουν απελπισία
σήκω Πλαστήρα χτύπησε
και την Μικρά Ασία.

Θράκη.
Στα χίλια εννιακόσια
Χρόνια είκοσι δύο.
Αφήσαμε και φύγαμε
Την Θράκη στολισμένη
Και τώρα θα περάσουμε
Ζωή δυστυχισμένη.

Και ένα ποίημα που είχε ο κουνιάδος της ,μάλλον ο Παπάζογλου , όταν ήταν μαθητής της Β΄ Δημοτικού στο Γιάγατς-Ανατολικής Θράκης. Το θυμήθηκε στα βαθειά της γεράματα και μας το είπε.
Ποίημα
Μην κοιμάσαι Τάκη μου,
Μη καλό παιδάκι μου,
Έφεξε. Ξημέρωσε,
Πάει η νύχτα πέρασε.
Διάβασε, μελέτησε.
Φραίνεσαι το ξάπλωμα.
Τώρα την στερνούλα
Έγιναν μεγάλες, να μανούλα μ’ κοίτα.
Και από τότε του φώναξαν μανούλα.
Παραμύθια τίτλοι.
1.      Το αλατένιο και το φακένιο σπίτι.
2.      Η αλεπού, ο λύκος, ο βοσκός και τα’ αρνάκι.
3.      Ο λύκος, το τσακάλι και η αλεπού.
4.      Το αγόρι και το αλογάκι.
5.      Η ανήμπορη μάνα και οι τρεις γιοί της.
6.      Οι τρεις αδελφές και οι τύχες τους.
7.      Η καλή και η κακή Μάρω.
8.      Τα μήλα ( δεν τα θυμάμαι καθόλου).
9.      Η γυναίκα που γεννούσε όλο κορίτσια και η μαμή.
10.  Η μάνα με τις τρεις κόρες.
11.  Θόδωρος Θοδώρα μοιάζει.
12.  Τα δυό αδέλφια κορίτσι-αγόρι- το αγόρι μεταμορφώθηκε σε ελάφι.
13.  Ο ύπνος και η προκομένη κόρη.
14.  Η γριά και οι καλλικάντζαροι.
15.  Ο μυλωνάς και οι καλλικάντζαροι.
16.  Ο Σταχτοπέπιλας.
Ίσως και κάποια που δεν θυμάμαι καθόλου ήταν τα παραμύθια της γιαγιάς μου.


Η  Αγαθή Κυρίτση (πρώτη μου ξαδέλφη) από το Γαλάνι γράφει για τη γιαγιά της  Αγαθή Κυρίτση από το Γιάγατς (Καλόδενδρο).  Η νεότερη Αγαθή ήταν νηπιαγωγός και γράφει την ιστορία της γιαγιάς της σαν παραμύθι. Η γιαγιά Αγαθή πριν την αναχώρηση του  1922, μετέβη  στο Νεοχώρι (Γενίκιοι), για να είναι με την οικογένεια της αδελφής της Ελένης, η οποία ήταν παντρεμένη με το Γιωργάκη Λεονταρά. Εγκαταστάθηκε και έζησε στο Γαλάνι με τους Γενικιώτες. Το Κυρίτση ήταν όνομα του πατέρα της, Παπάζογλου ήταν του συζύγου, ο οποίος ήταν συγγενής της οικογένειας Δημητρίου Παπάζογλου και Καλλιώς Παπάζογλου, που εγκαταστάθηκαν στο Άδενδρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου