Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Γενίκιοι (Νεοχώρι) Περίστασης Ανατολικής Θράκης-Νίκος Κράνης

Γενίκιοι (Νεοχώρι) Περίστασης Ανατολικής Θράκης
Από τις αφηγήσεις των παππούδων μου

Ονομάζομαι Κράνης Νικόλαος. Ο πατέρας μου που ονομάζονταν Πασχάλης  γεννήθηκε στο Γενίκιοι το1919. Γονείς του ήταν ο Νικόλαος και η Βασιλοπούλα το γένος Γιαγατσινού.
Η μητέρα μου Δόμνα, το γένος Τσακανίκα κατάγονταν από το Σχολάρι της Ανατολικής Θράκης.
Μεγάλωσα με τις αφηγήσεις των παππούδων μου για τις αλησμόνητες πατρίδες. Αυτές ενστάλαξαν στην ψυχή μου την αγάπη και τη νοσταλγία για μια πατρίδα που δεν είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Εντυπώθηκαν βαθιά μέσα μου και θα τις καταθέσω παρακάτω με την ελπίδα ότι  συμβάλλω και εγώ, έστω και λίγο στην προσπάθεια  συλλογής  ιστορικών στοιχείων για το Γενίκιοι. Ο παππούς μου Νικόλαος Γκιράνης, (το Γκιράνης στην Ελλάδα έγινε Γκράνης και αργότερα Κράνης), γιός του κοτζάμπαση(αγροφύλακα) Παναγιώτη και της Ματαρώς το γένος Χρυσομάλη γεννήθηκε στο Γενίκιοι το 1875.
Αδελφές του ήταν η Λαμπρινή, σύζυγος του Ανδρέα Κοντότση και η Ματαρώ(ετεροθαλής αδελφή) ,σύζυγος του Μανασσή Χρυσομάλη. Τρία αδέλφια του παππού Παναγιώτη μετανάστευσαν στην Αμερική το 1880 για να αποφύγουν τη στράτευση στον Τουρκικό στρατό και αλληλογραφούσαν μαζί του μέχρι το 1914. .Ο παππούς μου ο Νίκος το 1908 παντρεύτηκε τη Βασιλοπούλα  Γιαγατσινού, κόρη του Στέφανου και της Χρυσούλας. Το 1910 μετά τη γέννηση της κόρης του  Ματαρώς επιστρατεύεται στον Τουρκικό στρατό. Με τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας επιστρέφει στο χωριό του και γεννιέται η κόρη του Σοφία. Το 1914 οδηγείται στα καταναγκαστικά έργα (αμελέ ταμπούρ) στην περιοχή του  Ικονίου για τη διάνοιξη γαλαρίας σιδηροδρόμου μαζί με άλλους συγχωριανούς του ένας εκ των οποίων ήταν ο Δημήτριος Πασπαλτζής. Οι σκληρές συνθήκες διαβίωσης και εργασίας οδήγησαν στο θάνατο πολλούς από τους εργαζόμενους εκεί. Ένα από τα θύματα  ήταν και ο συμπατριώτης του, Πασχάλης του οποίου η αδελφή Βασιλοπούλα βάπτισε αργότερα το γιο του παππού Νικόλα και δικό μου πατέρα και του έδωσε το όνομα Πασχάλης.
Τη χρονική αυτή περίοδο συνέβη κάποιο συγκινητικό γεγονός που μου το διηγήθηκε ο παππούς μου. Στα καταναγκαστικά έργα δούλευαν μαζί του δύο Καππαδόκες ,ο Λάζαρος Χατζηφιλιππίδης από τα Σύλλατα και ο Λάζαρος Αγάογλου από το Ανταβάλ. Ο Χατζηφιλιππίδης καταδικάσθηκε για ασήμαντη αφορμή από το τούρκικο στρατοδικείο σε θάνατο. Η ποινή δεν εκτελέσθηκε γιατί είχαν το Ραμαζάνι. Μετά το Ραμαζάνι ακολουθούσε το Σεκέρ Μπαιράμ (πανήγυρη του γλυκού) στη διάρκεια του οποίου γίνονταν αγώνες πάλης μεταξύ ενός Χριστιανού και ενός Τούρκου. Ο νικητής έπαιρνε ως αντάλλαγμα  ό,τι ζητούσε.
Τη θέση του Έλληνα παλαιστή πήρε ο Αγάογλου ,  οποίος νίκησε τον Τούρκο αντίπαλό του και ως αντάλλαγμα ζήτησε την αθώωση του Χατζηφιλιππίδη και άδεια για να γιορτάσουν το Πάσχα με τις οικογένειές τους. Τα αιτήματά του έγιναν αποδεκτά από τον Τούρκο διοικητή  και οι δύο Καππαδόκες έκαναν Πάσχα με τις οικογένειές τους. O Χατζηφιλιππίδης μάλιστα φιλοξένησε και το παππού μου στο σπίτι του στα Σύλλατα γιατί παρόλο που πήρε άδεια κι αυτός  δεν ήταν δυνατόν να πάει στο Γενίκιοι λόγω της μεγάλης απόστασης.
Η περιγραφή του χωριού των Συλλάτων και του σπιτιού του Χατζηφιλιππίδη που μου έκανε ο παππούς μου ήταν  τόσο ακριβής ώστε όταν επισκέφθηκα το 2007 με τη γυναίκα μου τα Σύλλατα της Καππαδοκίας  και βρήκαμε μαζί  με τους εγγονούς του το σπίτι του Χατζηφιλιππίδη, απόρησα για την ακρίβεια των λεγομένων του παππού μου.
Οι παππούδες μου ήρθαν σε μεγάλη ηλικία στην Ελλάδα και βίωσαν πολλά γεγονότα στην πατρίδα τους και στην ευρύτερη περιοχή τα οποία μου διηγούνταν συχνά και με ταξίδευαν  νοερά μέσα στο χρόνο και την ιστορία. Σύμφωνα λοιπόν με τις αφηγήσεις τους, το 1911, ξημερώνοντας η 27η  Ιουλίου, εορτή του Αγίου Παντελεήμονα έγινε μεγάλος σεισμός που προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Ευτυχώς που οι κάτοικοι του Γενίκιοι διανυκτέρευαν στα χωράφια τους λόγω θέρους και έτσι οι ανθρώπινες απώλειες περιορίστηκαν σε πέντε νεκρούς. Η γιαγιά μου Βασιλοπούλα μου ανέφερε ότι είδε φωτιά να βγαίνει από τη θάλασσα της Προποντίδας.
Το χωριό είναι κτισμένο στη Βορειανατολική πλευρά του όρους Καλέ. Εκκλησιαστικά ανήκε στην επισκοπή Μυριοφύτου και Περιστάσεως του νομού Καλλιπόλεως. Αποτελούνταν από τρείς μαχαλάδες (γειτονιές),τον μαχαλά της εκκλησίας του προφήτη Ηλία, το μαχαλά της αγοράς (μαχαλάς των καφενείων), και το μαχαλά του τσεσμέ(βρύση) με το αιωνόβιο πλατάνι. Υπήρχε δημόσιος δρόμος που οδηγούσε από την Περίσταση στο Γενίκιοι και δια μέσου του Ξαμίλη έφθανε στην Καλλίπολη. Μετέβαιναν στη Ραιδεστό με  καΐκι και από εκεί δια θαλάσσης επικοινωνούσαν με τη Κωνσταντινούπολη και τα Μουδανιά απέναντι.

Στο Γενίκιοι υπήρχε ο κεντρικός ναός που ετιμάτο στον Προφήτη Ηλία και δύο έξω εκκλησία που ετιμώντο στον Άγιο Αθανάσιο και στην Αγία Τριάδα. Από την πρόσφατη όμως επίσκεψή μας εκεί διαπιστώσαμε ότι τίποτε δε διασώζεται από τους ναούς αυτούς. Στη θέση του κεντρικού Ναού υψώνεται το τζαμί του χωριού. Στα πανηγύρια των Ναών έκαναν τα λεγόμενα κουρμπάνια. Στους προσερχόμενους  προσέφεραν ως ευλογίες,  ένα είδος ψωμιού, την μπουγάτσα , αλμυρά  ψάρια και τυρί αφού πρώτα τα ευλογούσε ο παπάς. Ακολουθούσε γλέντι με τοπικούς χορούς (ζωναράδικο, καρσιλαμά, συρτό και αμπντάλικο ) και με τα τραγούδια “σ' αυτό τα αλώνι το πλατύ”,“μωρή κοντούλα λεμονιά και που να σε φυτέψω”,  “από ξένο τόπο και απ’ αλαργινό” και άλλα.
Στο Γενίκιοι λειτουργούσε σχολείο που κάλυπτε τη στοιχειώδη μόρφωση των παιδιών. Για περισσότερες σπουδές κατέφευγαν σε σχολεία της Περίστασης και της Καλλίπολης.
Συνηθισμένες λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν  στο Γενίκιοι ήταν; Τα δέοντα μου, τα σεβάσματά μου σασκίνης(αγαθός), ξίκης (λειψός), καρσί(απέναντι), ακράνια(συνομήλικος), κατσίρτσι (τα έχασε), νταμπλάντησε(τον σκέπασε), νταβούλι(πρησμένος), ντουρ κιμπί (δυνατός),  νταλάκι(σκασμένος), νταγιάκι(στήριγμα), γκιόλα(λίμνη), μπουνάρι(πηγή), λιμόρια (νεκροταφείο),τσακίρα (γαλανομάτα), γιανγκιόζα (αλήθωρη), ξομπλιάστρα, λεμκιόρα(αχόρταγη), μπασάρτσε,γιαράντησε,τουρλάκι.
Άμα καπτίσω το ντεγνέκι να κάνω να θαμάζεσαι.
Πολλές από τις παραπάνω λέξεις έχουν τουρκική προέλευση.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παππούδων μου αρκετές οικογένειες προέρχονταν από την Παλιά Ελλάδα κυνηγημένοι από τους Τούρκους.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, αμπελουργία,σηροτροφία. και την κτηνοτροφία. Καλλιεργούσαν την σίκαλη, λινάρι, σουσάμι . Τα κτηνοτροφικά προϊόντα τους ήταν το φημισμένο τουλουμίσιο τυρί, το κατίκι, το ανάλατο βούτυρο και το ματάνι.  Αφού κάλυπταν τις βασικές τους ανάγκες διοχέτευαν τα υπόλοιπα προϊόντα τους στις αγορές της Περίστασης ,Καλλίπολης και Προύσας.
Από τα κυριότερα έθιμά τους που τα διατήρησαν και μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα ήταν η αναβίωση του κλήδωνα, η περπερίτσα, το φτιάξιμο και το μοίρασμα της βαρβάρας στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας,  τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων( Σήμερα  είναι του Φωτός παγιάζουν οι παπάδες, σούλα τα σπίτια περπατούν κάνουν χαρές μεγάλες πως ο Χριστός βαφτίστηκε στον ποταμό Ιορδάνη) καθώς και τα έθιμα του Πάσχα,  τα κάλαντα του Λαζάρου(Λάζαρε, Λάζαρε τι είδες στον Άδη που επήες; Είδα κλάμα, είδα πόνο, είδα βάσανα και βόγγο. Δώστε μου λίγο νεράκι να  ξεπλύνω το φαρμάκι)  και το κάψιμο του Οβριού το Μέγα Σάββατο. Τις  αποκριές απόκρευαν με στιφάδο λαγό ή κόκκορα  και το αγαπημένο Πασχαλιάτικο φαγητό ήταν το γεμιστό κατσίκι. Κατά τη νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής έτρωγαν το λεγόμενο χωσμερί (είδος κομπόστας) και ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας  μοίραζαν τη βαρβάρα (κολλυβόζουμο). Ένα από τα πιο συνηθισμένα φαγητά τους ήταν το μαντί (πίτα με κιμά). Τα γλυκά τους ήταν οι λουκουμάδες, οι λαλαγκίτες, η σουσαμόπιτα, η φυλλόπιτα, η κολοκυθόπιτα, το πεκμέζι, το ρετσέλι, η μουσταλευριά και ο πενίρ χαλβάς.
Η ενδυμασία τους ήταν ποικίλη. Μερικές γυναίκες φορούσαν φορέματα και άλλες βράκες. Τα φορέματα ήταν μεσάτα, φαρδιά από τη μέση και κάτω και έφθαναν μέχρι το γόνατο. Φορούσαν επίσης τη ποδιά και μαντήλα στο κεφάλι(μαμούκι) που έδενε στο κεφάλι ώστε να μένουν ακάλυπτα τα αυτιά τους που στολίζονταν με περίτεχνα σκουλαρίκια. Οι βράκες συνοδεύονταν από μακριές πουκαμίσες ,ποδιά και μαντήλα δεμένη στο κεφάλι με τον τρόπο που περιγράψαμε. Οι άνδρες, άλλοι φορούσαν παντελόνια ευρωπαϊκά και τραγιάσκα και οι άλλοι ποτούρια (βράκες εφαρμοστές από τα γόνατα μέχρι τον αστράγαλο), φαρδύ ζωνάρι στη μέση, πουκάμισο με γιλέκο και στο κεφάλι σκουφί.
Η ιστορία του Γενίκιοι μοιάζει με την ιστορία των άλλων χωριών και κωμοπόλεων της Ανατολικής Θράκης. Το 1914 οι Τούρκοι φοβούμενοι μήπως τα χωριά γύρω από την Προποντίδα κρύβουν πολεμοφόδια και στρατό εξόρισαν τους κατοίκους τους στα ενδότερα της Ασιατικής ηπείρου. Αρκετοί κάτοικοι της Ανατολικής Θράκης κατέφυγαν στην Ελλάδα για να διασωθούν. Έτσι και οι κάτοικοι του Γενικοί εξορίζονται αρχικά στο Βέζερ Χάνι, εκτός ορισμένων οικογενειών που είχαν εγκατασταθεί στην Θεσσαλονίκη πριν το 1914 όπως η οικογένεια  Ματίνας και Βασιλείου Λάσκαρη και Βασιλείου και Μαριώς Μαργέλι.
Στο Βέζερ Χάνι οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δύσκολες.  Όπως μου διηγήθηκε η  γιαγιά μου, έβραζαν τους βολβούς των άγριων  κρεμμυδιών ,έκαναν κάποιο χυλό και τον έτρωγαν.  Οι κακουχίες και οι μολυσματικές αρρώστιες οδήγησαν στο θάνατο πολλούς Γενικιώτες μεταξύ των οποίων και η κόρη του παππού μου ,Σοφία. Επίσης η Μαριώ Πασπαλτζή έχασε δύο παιδιά έξι και δέκα ετών.  Μετά από ένα χρόνο παραμονής στο Βεζύρ Χάνι τους μετακίνησαν στο Αντά Παζάρ.  Η ζωή τους εδώ ήταν πιο ανθρώπινη. Τα καταλύματά τους   ήταν καλύτερα και η εύρεση τροφής ήταν πιο εύκολη. Το 1918 αρχίζει η επιστροφή των εκπατρισθέντων στην πατρίδα τους, όπου βρίσκουν την περιουσία τους κατεστραμμένη.  Η δική μου οικογένεια μαζί με άλλους συγχωριανού τους παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη  για δύο χρόνια και συγκεκριμένα σε μικρά δωμάτια που βρίσκονταν στον προαύλιο χώρο του Ι. Ναού του Αγίου Νικολάου. Ο ναός αυτός βρίσκονταν στην περιοχή του Κεράτιου Κόλπου και ανήκε στη δικαιοδοσία του παπά Ευθύμη.  Η γιαγιά και η προγιαγιά μου δούλευαν καθαρίστριες σε σπίτια πλουσίων, ο προπάππους μου χαμάλης και η αδελφή  του  πατέρα μου, η Ματαρώ ζητιάνευε στους δρόμους της Πόλης. Εκεί παρέμειναν για δύο χρόνια, όπου και τους συνάντησε ο παππούς μου ο Νικόλας , όταν πήρε άδεια από τον Τουρκικό στρατό. Αυτός μαζί με τον πεθερό του επισκέφτονται το Γενίκιοι  και αφού διαπιστώνουν ότι το σπίτι τους αν και λεηλατημένο , ήταν κατοικήσιμο, παίρνουν την οικογένειά τους και εγκαθίστανται στο Γενίκιοι, και ο παππούς ο Νικόλας επιστρέφει στον Τουρκικό στρατό.
Ο αδελφός της γιαγιάς μου, Κωνσταντίνος Γιακατσινός,  που είχε καταταγεί στον Ελληνικό στρατό με το βαθμό του λοχία, έπεσε νεκρός στη μάχη του Σαγγάριου. Η Ελληνική πολιτεία τιμώντας  τον του απένειμε το παράσημο της ανδρείας και χορήγησε τιμητική σύνταξη στους γονείς του εφ όρου ζωής.
Το 1922 οι κάτοικοι του Γενίκιοι, όπως και οι άλλοι Θρακιώτες, εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους. Η οικογένεια του παππού μαζί με άλλες δέκα οικογένειες κατέβηκαν στην Περίσταση, μετά με καΐκι οδηγήθηκαν στη Ραιδεστό και από κει με πλοίο έφθασαν στην Θεσσαλονίκη όπου και διέμειναν για έξι μήνες στον Ι. Ναό της Υπαπαντής.
Ο πατέρας μου μού διηγούνταν ότι τους έβαλαν μερικά παιδιά ακράνια (συνομήλικα) (Πέτρος Μάμος, Μορφία Πασπαλτζή, Μαρία Χρυσάφη) σ ένα μεγαλο καλάθι και με ένα μεγάλο γάντσο τους τράβηξαν πάνω στο πλοίο. Βαθιά μέσα στην ψυχή του παρέμεινε εντυπωμένος ο φόβος που αισθάνθηκε  τότε βλέποντας από ψηλά την θάλασσα, μήπως σπάσει το σχοινί και πέσει μέσα στην θάλασσα.

Ο παππούς μου ο Νικόλας φεύγει από τον Τουρκικό στρατό επιστρέφει στο Γενίκιοι, όπου δε βρίσκει κανένα και μαζί με τον Παπακώστα Βαλάση από την Περίσταση ξεκινούν με τα άλογα να έρθουν στην Ελλάδα. Έξω από την Κεσάνη ο Βαλάσης  πρότεινε στον παππού μου να σταματήσουν για να ξεκουραστούν, πράγμα που αυτός δεν το δέχθηκε γιατί το θεώρησε επικίνδυνο. Και έτσι χώρισαν οι δρόμοι τους γιατί ο παππούς μου προχώρησε μόνος του προς τα σύνορα. Μάταια την άλλη μέρα περίμενε το Βαλάση. Από κοντοχωριανούς του που συνάντησε  αργότερα, πληροφορήθηκε ότι τον βρήκαν σφαγμένο από τους Τσέτες στο μέρος όπου τον άφησε να κοιμηθεί.
Μια άλλη αφήγηση  του παππού μου αφορούσε σε ένα νέο συγχωριανό του, τον Πολυχρόνη. Ο νέος αυτός έβοσκε τα πρόβατα ενός Τούρκου μπέη σ ένα γειτονικό τουρκικό χωριό. Οι γονείς του τον αναζήτησαν για να τον πάρουν μαζί τους αλλά αυτό στάθηκε αδύνατο, γιατί ομπέης απέκρυψε από το παιδί τον ξεριζωμό των Ελλήνων.  Ετσι ο Πολυχρόνης έμεινε πίσω, κάτω από την προστασία του αφεντικού του ο οποίος τον ονόμασε  Μεμέτη  και τον πάντρεψε μάλιστα με την κόρη του , με την οποία και απόκτησε τρία παιδιά. Το 1936 ο νέος αυτός δραπετεύει στην Ελλάδα, βρίσκει την οικογένειά του και παρέμεινε εδώ.
Η οικογένειά μου τελικά μαζί με δέκα άλλες οικογένειες εγκαταστάθηκαν σ ένα χωριό της Χαλκιδικής , κοντά στη Θεσσαλονίκη, το Σέλελι, σήμερα Ροδόκηπος. Στην εγκατάσταση αυτή πρωτοστάτησαν οι Γενικιώτες, Βασίλης Μαργέλης και ο ιερομόναχος π. Αβέρκιος Παπαστεφάνου. Στο σημείο αυτό θεωρώ πρέπον να αναφερθώ στο ιστορικό της οικογένειας  Μαργέλη. Ο Βασίλης Μαργέλης με την οικογένειά του το 1914 δεν ακολούθησε τους άλλους  Γενικιώτες στην εξορία αλλά κατέφυγε μέσω της Καλλίπολης στην Θεσσαλονίκη όπου και παρέμεινε μέχρι το 1920. Αρχικά εργάσθηκε ως αχθοφόρος στο λιμάνι και μετά άνοιξε δικό του φούρνο απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Ορφανού. Κατά την παραμονή τους στην Θεσσαλονίκη ο Βασίλης επισκέπτονταν συχνά τα χωριά της Χαλκιδικής για επαγγελματικούς  λόγους (προμήθεια σιταριού) και έτσι γνώρισε την περιοχή και το χωριό Σέλελι που το κατοικούσαν τότε οι Τούρκοι. Το 1920 που το σύνταγμα των Νεοτούρκων παραχωρούσε προνόμια στις μειονότητες, η οικογένεια Μαργέλη επιστρέφει στο Γενίκιοι.  Επισκευάζουν το σπίτι τους και εγκαθίστανται εκεί. Από τα πολύτιμα κειμήλια που τους έλλειπαν ήταν η εικόνα του Αγίου Δημητρίου που την εντόπισαν στο σπίτι κάποιας συγχωριανής τους , την πήραν πίσω και την έφεραν στην Ελλάδα όταν ήρθαν το1922. Επίσης εντόπισαν τη λεοντή (παλτό τσόχινο με αστραγκάν γιακά) που το φορούσε κάποιος Τούρκος κοντοχωριανός. Τα άλλα αντικείμενα  που είχαν θάψει στην αυλή του σπιτιού τους είχαν διασωθεί.
Από τις δεκατρείς οικογένειες που έφθασαν στην Χαλκιδική  οι δέκα εγκαταστάθηκαν στο Σέλελι όπου και συγκατοίκησαν μαζί με τους Τούρκους για δύο χρόνια. Οι άλλες τρείς εγκαταστάθηκαν στους  Τσιγγανάδες, σήμερα Ν. Γωνιά. Σ αυτές ήταν οι οικογένειες Κουρμπέτη και η οικογένεια του πατρός Αβερκίου.
Ένας άλλος ιερομόναχος  που κατάγονταν από το Γενίκιοι ήταν ο π. Θεόκλητος , ξάδελφος της Ματένιας Λάσκαρη. Αυτός εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη και υπηρέτησε αρχικά κοντά στον αείμνηστο Δεσπότη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο και μετά μόνασε στη μονή του Αγίου Όρους την Εσφιγμένου από όπου έφυγε μετά την κατάληψη της μονής το 1945,από τους αντάρτες. Εγκαταστάθηκε στην Ασηρο της Θεσσαλονίκης όπου και υπηρέτησε ως εφημέριος μέχρι τα γεράματα του.
Οι οικογένειες των Γενικιωτών που εγκαταστάθηκαν στην Χαλκιδική είναι:
ΡΟΔΟΚΗΠΟ
1)Νικολάου και Βασιλοπούλας Κράνη με τα παιδιά τους, Πασχάλη και Ματαρώ.
2)Στεφάνου και Χρυσούλας Λαγατσινού
3)Βασιλείου και Μαριώς Μαργέλη με τα παιδιά τους, Δέσποινα και Δημήτριο
4)Φωτίου και Ασημένιας Κωτσοπούλου με τα παιδιά τους, Πολυχρόνη, Αθανάσιο, Αννα, Μαρία, Κωνσταντίνος
5)Βασιλείου και Ματένιας Λάσκαρη με τα παιδιά της ,Μανασσή, Κωνσταντίνο, Ζαχαρία, Κυρατσούλα και Ελένη
6)Δημητρίου και Μαριώς Πασπαλτζή με την κόρη τους Ευμορφία
7)Παρασκευά και Αννας Χρυσάφη με τα παιδιά τους ,Απόστολο και Μαρία
8)Συμεών και Κυριακής Τσομπάνου με τα παιδιά τους Αθανάσιο και Θεόδωρο
9)Κωνσταντίνου και Μαρίας Πολυμέρη(Κουτούγια)
10)Απόστολου και Αλεξάνδρας Τούρνα, οι οποίοι κατάγονταν από την Χαρταμελή
11) Σάββα και Ευαγγελίας Ματθαίου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Μαραθούσα  και το 1940 ήρθαν και παρέμηναν οριστικά στο Ροδόκηπο.
Οικογένειες που διέμεναν αρχικά  στο Ροδόκηπο και εγκαταστάθη καν αργότερα στην Ν. Καλλικράτεια είναι:
1)Αθανασίου και Ελένης Καμάρα
2)Κωνσταντίνου και Κλειώς Λακλάκα
Οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Ν.Γωνιά  μαζί με άλλες οικογένειες από την Περίσταση είναι:
1)Σταύρου και Κυριακής Κουρμπέτη
2)Η οικογένεια του ιερομονάχου π. Αβέρκιου Παπαστεφάνου
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι ο π. Αβέρκιος μετέφερε από το Γενίκιοι το Άγιο Ποτήριο  με τη λαβίδα, τη λόγχη και τα καλύμματα τους, το πετραχήλι και το ιερό Ευαγγέλιο που φυλλάσσονται στον Ι.Ναό της Αγίας Τριάδας Ροδοκήπου, που ανηγέρθηκε το 1926.

Νίκος Κράνης
Ροδόκηπο Χαλκιδικής






16 σχόλια:

  1. Πολύ όμορφα και συγχαρητήρια για την έρευνα σας .επειδή η γιαγιά μου ήρθε το 23 από το Γενικιο και ήταν κόρη δημάρχου Σταύρου Τσικουντουριαδη ονόματι Κατίνα Τσικουντουριαδη .Μήπως έχετε ακούσει κάτι γι'αυτούς καθώς θα ήθελα προσεχώς να ξαναεπισκεφτω το μέρος και να βρω κάτι σχετικό το μέρος που ήταν το σπίτι τους
    θα εκτιμούσα μια απάντηση σας
    Σωτήριος Πάνος τηλ 6944148552

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ ενδιαφέροντα όλα.Η οικογένειά του πατέρα μου ήρθε στον Πειραιά από την Περίσταση το 22.Σήμερα δεν ζει κανένας τους και εγώ ψάχνω.Ο παππούς ήταν Αμπατζής Παναγής του Γεωργίου και της Δέσποινας και η γιαγιά Μαριάνθη Λογιωτάτου του Χρήστου και της Άννας.Ο πατέρας μου Γιώργος όταν ήρθαν από την Περίσταση ήταν 6 χρονώ.Χωρίς αδέλφια. Ε γώ Μαριάνθη σαν τη γιαγιά ψάχνω. 6977753945

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. https://www.scribd.com/search?content_type=documents&page=1&query=%CE%A7%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%AE%CF%82%20%CE%93%CE%BF%CF%81%CE%B3%CF%8C%CF%81%CF%84%CF%82

      Ψάξτε στους καταλόγους

      Διαγραφή
  3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Κ Ο παππούς ΜΟΥ από Γενικιοι.Κωστής Δημήτριος του Ευστρατίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Εμένα ο πατέρας μου, ήταν απο το Γενικοϊ όμως αυτό που ήταν ανάμεσα Γανο-Χώρα και Κουμπαγ. Υπάρχει κάποιος που να επιβεβαιώνει και αυτό το Γενικοϊ ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ιντζεκιοι,Γανοχωρας μηπως εννοεις?Η Γιαγια μου απο εκει ειναι,υπαρχει και στο φεισμπουκ γρουπακι.

      Διαγραφή
    2. Το Ιντζεκιοι, ειναι πριν το Γενικιοι(Yenikoy)πηγαινοντας απο Ραιδεστο(Tekirdag) προς Γανο-Χωρα. Θα ηθελα να γνωριζω το ονομα αυτου του γκρουπακι ;. Επισης αν καποιος ξερει καποιο μουσειο με διαφορα κειμηλια και ιστορικα στοιχεια που ευρισκεται στη Νεα Ραιδεστο εξω απο τη Θεσσαλονικη ;.

      Διαγραφή
    3. Το Ιντζεκιοι ηταν ένα από τα χωριά των Γανοχωρων οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Κρυονέρι Σοχού τον Λοφισκο τον Μονόλοφο τα Ν.Μαλγαρα το Καλαμωτο και αλλού.Γειτονικα χωριά το Σιμιτλι η Κασταμπολη το Σχολαρι πλησίον της Ραιδεστου.

      Διαγραφή
    4. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

      Διαγραφή
    5. ΙΝΤΖΕΚΙΟΪ

      Οικισμός των Γανοχώρων κτισμένο στις πλαγιές του Ιερού όρους. Διοικητικά υπάγονταν στο Βιλαέτι Αδριανουπόλεως, στο Σαντζάκι Καλλιπόλεως, στον Καζά Περιστάσεως. Εκκλησιαστικά υπάγονταν στη Μητρόπολη Μυριόφυτου και Περιστάσεως (ως το 1910 στη Μητρόπολη Ηρακλείας και Ραιδεστού). Ιδρύθηκε γύρω στα 1650 από 10 ελληνικές οικογένειες. Μέσα σε έναν αιώνα ο πληθυσμός τριπλασιάσθηκε ενώ το 1850 κατοικούσαν 100 οικογένειες. Λίγο πριν το 1914 στον οικισμό ζούσαν 300 οικογένειες με πληθυσμό 1600 κατοίκους. Οι κάτοικοι ήταν έμποροι που ανέπτυσσαν δραστηριότητα σε γειτονικές αλλά και απομακρυσμένες περιοχές. Εμπορευόταν γεωκτηνοτροφικά προϊόντα. Ασχολούνταν επίσης και με την καλλιέργεια σιτηρών. Λειτουργούσε Δημοτικό σχολείο Αρρένων και το 1910 ιδρύθηκε σχολείο Θηλέων. Στο Ιντζέκιοϊ υπήρχε η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το 1914 οι κάτοικοι εκδιώχθηκαν από του Τούρκους και κατέφυγαν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Άδενδρο Θεσσαλονίκης. Επέστρεψαν το 1920 με την Ελληνική Διοίκηση για να εγκατασταθούν με την ανταλλαγή των πληθυσμών στο Μονόλοφο Θεσσαλονίκης στο Λοφίκσο και στα Κρύα Νερά Σώχου της επαρχίας Λαγκαδά.
      A settlement of Ganohoria, it was built at the sides of the Holly Mountain. It was attached administratively to the Vilayet of Adrianople, Sanjak of Callipolis, Kazas of Peristasis. As regards its religious aspect it was subject to the Metropolis of Myriofytos and Peristasis (until 1910 to the Metropolis of Hercalia and Redestos). It was founded in 1650 by ten greek families. In a century its population was tripled and while 1850 there were 100 families. In 1914 there were 300 families and had a population of 1600 inhabitants. They were merchants who were activated in neighbouring as well as distant regions. They traded in agricultural and cattle-breeding products. They were also occupied themselves with the cultivation of cereals. There was a Primary School only for boys and in 1910 a Girls' School was founded. In Injekioi there was the church of the Assumption of the Virgin Mary. In 1914 it inhabitants were expelled by the Turks and they went to Greece, in Adedro in Thessaloniki. They returned in 1920 during the Greek Administration but they left again after the exchange of the populations and settled in Monolofo in Thessaloniki, in Lofisko and Kria Nera of Sohos in Lagada.

      Διαγραφή
  6. Και οι δικοί μου συγγενείς όλοι από εκεί ήταν....Ταουσανης και Ζαλουμης....ψαχνω διαρκως πληροφοριες....για το επίθετο Ταουσανης υπαρχουν χαμενοι συγγενείς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Και οι δικοί μου συγγενείς όλοι από εκεί ήταν....Ταουσανης και Ζαλουμης....ψαχνω διαρκως πληροφοριες....για το επίθετο Ταουσανης υπαρχουν χαμενοι συγγενείς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Και οι δικοί μου συγγενείς όλοι από εκεί ήταν....Ταουσανης και Ζαλουμης....ψαχνω διαρκως πληροφοριες....για το επίθετο Ταουσανης υπαρχουν χαμενοι συγγενείς

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Συγχαρητήρια για τις πολύτιμες πληροφορίες. Οι δικοί μας από Νιχωρι Ραιδεστου, Πατσωνης Γιαννακης, εργάστηκε μετά τον πρώτο διωγμό στο λιμανι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ετυχε να επισκεφθω το συγκεκριμενο Νεοχωριο Ραιδεστου (γενετειρα του πατερα μου) το 1998. Για να ειμαι πιο ακριβης για το συγκεκριμμενο Νεοχωρι ας αναφερω το δρομολόγιο μετά τη Ραιδεστό (Tekirdag) που είναι :
      Kumbag, Naibler koyu (Naip köy ), Mermer koyu (Μαρμαρά), Yeniköy (Νεοχωριο). Τον πατερα μου τον ελεγαν Αγγελο Αγγελοπουλο, την μητερα του την ελεγαν Ελενη Τσιρογιαννη , και τον πατερα του, Ιωαννη Αγγελοπουλο ή Αγγελακη. Κατ' εκεινη την εποχη του 1ου διωγμου ειχε μαζι του και την αδελφη του Ευφροσυνη(Φροσω) 4 ετων. Το Σχολαρι που αναφερθηκε καποιος αλλος παραπανω ειναι το ISIKLAR και ειναι πολυ κοντα στο προαναφερομενο Νεοχωριο. Το χωριο κατα την τοτε επισκεψη μου κατοικειτο απο λιγους , ενω τα περισσοτερα σπιτια ηταν ερειπωμενα και ακατοικητα. Μηπως τα παραπανω στοιχεια λενε κατι ; ακομη και τωρα.

      Διαγραφή