Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Οδοιπορικό-προσκύνημα στη γη της Αιολίας, της Ιωνίας και της Ερυθραίας

Οδοιπορικό-προσκύνημα στη γη της Αιολίας, της Ιωνίας και της Ερυθραίας με την ομάδα μελέτης και διάδοσης του μικρασιατικού πολιτισμού
«Ανατολής Ίχνη»
7-11 Φεβρουαρίου 2015
         
      Το προσκυνηματικό μας ταξίδι για τη δική μας Μικρά Ασία ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς και με ξεναγό το Θοδωρή Κοντάρα, φιλόλογο, μελετητή του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Θα πρέπει να πω από τώρα ότι έχει βαθύτατη γνώση της ιστορίας του τόπου και του ίδιου του τόπου. Γνωρίζει καθετί για κάθε ελληνικό οικισμό.
       Αξημέρωτα ξεκινήσαμε, η ανατολή του ήλιου μας βρήκε κάπου στην Καβάλα. Οι διατυπώσεις για τη διέλευση των συνόρων ολοκληρώθηκαν μέσα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο: κάτι περισσότερο από μια ώρα.
      Διασχίσαμε τον Έβρο ποταμό, με τα νερά του να είναι στην υψηλότατη στάθμη, και βρεθήκαμε στην Ανατολική Θράκη. Η χώρα πεδινή, με χαμηλούς λόφους και πολλά νερά, δεν είναι μια γοητευτική περιοχή. Αυτή την εποχή δεν την στολίζουν ούτε τα ανθισμένα ηλιοτρόπια. Αλλά εδώ από το 1854 διεξήχθησαν όλοι οι σημαντικοί πόλεμοι της εποχής, γνώρισε δύο κατοχές (ρωσική και βουλγαρική), έναν καταστρεπτικότατο σεισμό (1912) και ο ελληνικός πληθυσμός της υπέστη κάθε είδους βιαιοπραγίες, διώξεις, εξορίες και δύο διωγμούς μέσα στον 20ό αιώνα. Εξάλλου, ως πρόσφατα, ήταν στρατιωτικοποιημένη ζώνη και οι Τούρκοι φρόντισαν να την αποψιλώσουν.
    Η Ανατολική Θράκη είναι η πατρίδα των γονιών μου. Πάντα, όταν τη διασχίζω, νιώθω ταραχή και αυτή γίνεται μεγαλύτερη, όταν πλησιάζουμε στη Χερσόνησο της Καλλίπολης, γιατί λίγο πριν μπούμε στη Χερσόνησο, η πινακίδα αριστερά δείχνει Σάρκιοϊ (Περίσταση) και στο δρόμο για την Περίσταση βρίσκεται το Νεοχώρι (Γενίκιοϊ), γενέτειρα των γονιών μου. Η περιοχή της Καλλίπολης βομβαρδίστηκε κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Αγγλογάλλους και με το τέλος του γνώρισε και τη γαλλική κατοχή.
      Από την είσοδό μας στην Ανατολική Θράκη, ο Θοδωρής θα μας ενημερώνει για κάθε ελληνικό οικισμό ένθεν και ένθεν της διαδρομής μας, την ιστορία του, την τύχη του, τα τυχόν ίχνη ελληνικής παρουσίας που υπάρχουν.
       Φτάνουμε στην Καλλίπολη λίγο πριν τις 14.00 και το πορθμείο φεύγει αμέσως για απέναντι, για τη Λάμψακο, και ακούμε για τον σημαντικό της επίσκοπο Παρθένιο, ο οποίος τιμάται στις 7 Φεβρουαρίου, για τις γυναίκες της ευρύτερης περιοχής της Μπίγας, που ως το 1922 έπλεναν τα ρούχα τους στο Γρανικό και τις συνόδευε το τραγούδι των ηλικιωμένων γυναικών. Ο Θοδωρής μάς μιλάει για τη Σηστό, την Αλεξάνδρεια Τρωάδα, το Σίγειο, το Οφρύνιο. Μας δείχνει τον Σκάμανδρο ποταμό και ‘γώ τον βλέπω κόκκινο από το αίμα των τόσων σκοτωμένων Τρώων από τον Αχιλλέα. Πόσοι δικοί μας χάθηκαν εκεί άραγε τα νεότερα χρόνια; Σκέφτομαι και τον Άττι ξαπλωμένο στις όχθες του…
    Η στάση για φαγητό έγινε κάπου έξω από την Τροία. Και ύστερα, καθώς ο Θοδωρής ξεδιπλώνει χωρίς διακοπή την ιστορία και τη γεωγραφία της Αιολίας και της Ιωνίας, αργά το απόγευμα φθάνουμε στη Σμύρνη μας, αφού έχουμε ακούσει αρκετά γι’ αυτήν.
      Καταλύσαμε στο Anemon Hotel. Το αναφέρω, γιατί εκεί διανυκτέρευσα στο πιο καλαίσθητο δωμάτιο τουρκικού ξενοδοχείου, με την πιο λιτή και ταιριαστή φυτική διακόσμηση και πλούσιο πρωϊνό με τοπικά προϊόντα. Βρίσκεται πολύ κοντά στον Μπασμάχανέ και στον ίδιο δρόμο που δημιουργήθηκε το Πολιτιστικό τους Πάρκο, στη θέση αρκετών καμένων ελληνικών συνοικιών και της αρμενικής. Τίποτε δεν θυμίζει πια το ελληνικό παρελθόν. Πώς να μην πονάς; Το αίσθημα του πόνου δεν με εγκατέλειψε καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού.
   Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε την περιήγηση από τον ξακουστό Μπουτζά, 9 χιλιόμετρα ν.α. της Σμύρνης, στην ανατολική πλευρά της κοιλάδας «τση Άγιας Άννας», δηλαδή του Μέλητος ποταμού. Ξακουστός για το υγιεινό κλίμα, την εργατικότητα των Ελλήνων και Λεβαντίνων από τον 17ο αιώνα. Σώζεται ένας σημαντικός αριθμός επαύλεων, με σημαντικότερη αυτή του Μπαλτατζή, που δωρήθηκε στο Βενιζέλο και αυτός τη δώρισε στην Ελληνική Κοινότητα Σμύρνης για να στεγάσει ορφανοτροφείο. Σήμερα είναι ίδρυμα για τουρκόπουλα. Άλλες από αυτές χρησιμοποιούνται ως σχολεία, τράπεζες, δημαρχείο, πνευματικά κέντρα, νοσοκομεία κ.α. Τα τελευταία χρόνια αναπαλαιώνονται συστηματικά και μελετώνται επιστημονικά. Σκέφτομαι ότι οι Τούρκοι δεν χρειάστηκε να βάλουν ούτε ένα καρφί μετά το 1922. Οι πρόσφυγές τους, προστατευόμενοι από τη Συνθήκη της Λωζάννης, έφτασαν το 1924 με ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους. Οι δικοί μας, κυνηγημένοι το 1922, έφτασαν κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και βρήκαν σπίτια και χωράφια κατειλημμένα ακόμα από τους Τούρκους. Ως το 1924 μετακινούνταν από οικισμό σε οικισμό, για να βρουν άδεια σπίτια και ελεύθερα χωράφια. Κάθε οικισμός της Πατρίδας διασκορπίστηκε σ’ όλη την Ελλάδα και τα πέρατα του κόσμου. Οι δικοί μας πέρασαν τα σερβικά σύνορα και βρέθηκαν στα τότε σερβοβουλγαρικά σύνορα. Άργησε σ’ αυτούς να φτάσει η ισχύς της Συνθήκης Ανταλλαγής.
      Συνεχίσαμε στη Σμύρνη την περιήγηση από το λόφο του Πάγου. Ο Θοδωρής μάς έδειξε από ψηλά τη θέση κάθε συνοικίας, τα προάστια και όλα τα ελληνικού ενδιαφέροντος σημεία της πόλης. Μεγαλόπρεπα απλώνονταν μπροστά μας τα ερείπια της αρχαίας Αγοράς. Οι ανασκαφές συνεχίζονται… Μόλις πρόσφατα μάθαμε ότι οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν υπόγειες στοές που συνέδεαν την Αγορά με τον Πάγο και το αγίασμα της Παναγίας της Γαλατούσας. Είδαμε τα μεγαλοπρεπή ελληνικά διδακτήρια, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο και την εξέχουσα νέα Ευαγγελική Σχολή.
     Κατεβήκαμε στην παραλία για φαγητό και περιηγηθήκαμε την περιοχή γύρω από το ελληνικό προξενείο, όπου σώζονται τα περισσότερα ίχνη της ελληνικής παρουσίας. Κλειδαριά στην πόρτα του προξενείου και σκουπίδια… Είχε αρχίσει να βρέχει και η μετάβαση στο Κορδελιό με καραβάκι ματαιώθηκε.
     Ήδη μάθαμε ότι ο Πατριάρχης είχε αναχωρήσει από την περιοχή και δε θα λειτουργούσε στο ναό του πολιούχου του Τσεσμέ, Αγίου Χαραλάμπους, τη μέρα της γιορτής του, 10 Φεβρουαρίου. Έτσι το πρόγραμμά μας έγινε πιο ευέλικτο και την 9η του μηνός ξεκινήσαμε για την χερσόνησο της Ερυθραίας. Φθάσαμε στα Αλάτσατα ταξιδεύοντας νότια και από τον παλιό δρόμο για να δούμε τα Βουρλά και τα ελληνικά χωριά Γκιούλμπαξε, Ρεΐσντερε, Λίτζια. Τα Αλάτσατα, που απέχουν 9 χιλιόμετρα από τον Τσεσμέ, πήραν το όνομά τους από τις αλυκές με τ’ αλάτια τους (τα αλάτσατα στο τοπικό ιδίωμα) που υπήρχαν στα νότια της κωμόπολης και όχι από το… «αλατζά ατ» (παρδαλό άτι) -και… πράσινα άλογα, λέω εγώ-, που θέλει ο Σταύρος Θεοδωράκης, ο οποίος μας πληροφόρησε σε μια τηλεοπτική εκπομπή του, εντελώς άκριτα, ότι… «εντάξει, δεν έγιναν και οι αγριότητες που λένε»! Προφανώς ο κ. Θεοδωράκης πιστεύει ότι η ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού αρχίζει το 1919 και τελειώνει το 1922. Προσωπικά πιστεύω ότι Έλληνες μη προσφυγικής καταγωγής, που δεν έχουν χρόνο να εντρυφήσουν σοβαρά πάνω σε θέματα του Ελληνισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καλύτερα να μην εκφράζουν άποψη. Τα Αλάτσατα με το Αϊβαλί είναι οι πιο ελληνικοί οικισμοί της Μικρασίας. Οπότε, τι να πουν οι σημερινοί κάτοικοι για τα Αλάτσατα πριν το 1922;     

  Το προσκύνημά μας άρχισε από τον ναό των Εισοδίων της Παναγίας, υποδειγματικά αναστηλωμένο, εξαιτίας της συνεργασίας του προσφυγικού συλλόγου Αλατσατιανών της Αθήνας και του παλιότερου δημάρχου, όπως μας πληροφόρησε η συνταξιδιώτισσα πρόεδρος των Αλατσατιανών Μαριάννα Μαστροσταμάτη.
      Ο ναός χτίστηκε αρχικά το 1803-1804. Όμως δεν επαρκούσε για τις λατρευτικές ανάγκες. Μόλις πέρασαν τα «φόβια» (κατάσταση φόβου μετά τις τρομερές καταστροφές του 1821), ζήτησαν την άδεια να ξαναχτίσουν καινούργια. Τα κατάφεραν και την έχτισαν μεγαλοπρεπή το 1832-33. Σαράντα χρόνια αργότερα έφτιαξε το μαρμάρινο τέμπλο της ο πατέρας του Γιαννούλη, Ιωάννης Χαλαπάς (1874). Λίγο μετά αγιογραφήθηκε το τέμπλο από τον Καλυμνιό ζωγράφο Σακελλάρη Μαγκλή, που σπούδασε στο Μόναχο.
    Ο Θοδωρής με την πρόεδρο των Αλατσατιανών μας ξενάγησαν σε όλο το χωριό, στο Πάνω, στο Μεσαίο και στο Κάτω. Μας έδειξαν το σπίτι του τάδε, το μπακάλικο του δείνα, το πηγάδι του άλλου, το μύλο εκεινού… Ώσπου φτάσαμε στο τρίστρατο του Μοσκόβη, όπου οι Αλατσατιανοί,  εκείνες τις φοβερές μέρες του Σεπτέμβρη του 1922, υποδέχτηκαν τον Πλαστήρα με τον συνταγμένο υποχωρούντα στρατό του (έδωσε την τελευταία μάχη του κοντά στον Γκιούλμπαξε). «Φύγετε, θα σας σφάξουν!». Μα πού να ακούκουν εκείνοι που έζησαν τον εφιάλτη του Α΄ Διωγμού; Πού να πάνε; Και έμειναν…. Και έζησαν τα χειρότερα… μέσα στο ναό της Παναγίας, αφηγείται ο Θοδωρής, συγκέντρωσαν τις γυναίκες και … και μετά τις ακρωτηρίαζαν και πετούσαν τα μέλη τους από τα παράθυρα… Και εδώ σπάζει η φωνή του Θοδωρή και σταματά. Κανείς δε μπορεί να αφηγηθεί τα άφατα. Και το ίδιο θα γίνει σε κάθε χωριό, σε κάθε εκκλησία των παραλίων. Και δεν θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό.
    Πώς να το πιστέψουν όσοι δεν είναι πρόσφυγες, που αρνούνται να σκύψουν πάνω στην ιστορία του υπόδουλου Μικρασιατικού και Θρακικού Ελληνισμού; Δεν είναι μόνο η ενοχή, είναι και η πνευματική νωθρότητα του Νεοέλληνα, που αρνείται να σκύψει πάνω από οποιοδήποτε βιβλίο.

     Συνεχίσαμε στον Τσεσμέ, στις ελληνικές συνοικίες Μαράσι, Σκολειά, Κορακάρη και Μαρμαρά. Επιβλητικός δεσπόζει στο Τσαρσί ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους, μια τεράστια εκκλησία μήκους 40 μέτρων, πρόσφατα συντηρημένη, που τη χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια ως  «πολιτιστικό κέντρο» (πες καλύτερα λαϊκό παζάρι). Η αποκατάσταση όμως των τοιχογραφιών, όπως παντού στην Τουρκία, είναι φρικτή, γιατί δεν ξέρουν απ’ αυτά οι άνθρωποι.
    Στην επιστροφή σταματήσαμε στην Αγία Παρασκευή (Κιόστε) και στη Σκάλα των Βουρλών, σύγχρονα θέρετρα, όπου ελάχιστα θυμίζουν ότι εκεί έζησαν Έλληνες.
          Την τέταρτη μέρα, αφού ανάψαμε το κερί μας στη νέα Αγία Φωτεινή της Σμύρνης (την παλιά λουθηρανική εκκλησούλα του Ολλανδικού Νοσοκομείου), ξεκινήσαμε από την αγορά της Σμύρνης και συνεχίσαμε το ταξίδι προς τα βόρεια. Κάναμε στάσεις στην Παλαιά και τη Νέα Φώκαια. Το κρύο ήταν τσουχτερό όλες τις μέρες, τώρα άρχισε δυνατός αέρας και πότε πότε μας μαστίγωνε η βροχή, ήδη από την προηγούμενη μέρα.
     Ας είναι καλά ο αρχαιολόγος Φελίξ Σαρτιώ που μας διέσωσε τη μνήμη της Φώκαιας και του διωγμού της. Ο Θοδωρής, χωρίς μεσημεριανό διάλειμμα, μας έδειξε πάλι τις γειτονιές, όλα τα ελληνικού ενδιαφέροντος κτίσματα που σώζονται. Από την αρχή του ταξιδιού μας παρότρυνε να κοιτάζουμε ψηλά στα κτίρια, πάνω από τις πόρτες, όπου πολλές φορές υπήρχε χρονολογία κτίσης και κάποτε τα αρχικά ή το όνομα του ιδιοκτήτη. Σ’ ένα από αυτά είδαμε εντοιχισμένο ένα ανάγλυφο με το δικέφαλο αετό. Στη Παλιά Φώκαια περιτριγυρίσαμε το καλά σωζόμενο παραλιακό τείχος της, αλλά στη Νέα Φώκαια δεν τολμήσαμε να περπατήσουμε στην παραλία, αφού ο «Τσανταρλής», ο πολύ δυνατός βοριάς, σήκωνε ψηλά το κύμα κι έβρεχε όλα τα πρώτα σπίτια.
      Το βράδυ μας βρήκε στο Αϊβαλί. 30.000 κάτοικοι,  μόνο Έλληνες, το 1922. Και το πρωί στις οχτώ ξεκινήσαμε την ξενάγηση. Ο Θοδωρής μας είπε ότι  είχε 5.500 σπίτια και χίλια κτίρια βιοτεχνικού ενδιαφέροντος. Πάντως ήξερε όλες τις γειτονιές και μας έδειξε όλα τα καταστήματα, τις βιοτεχνίες ελληνικής ιδιοκτησίας (λαδάδικα κλπ.), τα σχολεία και πέντε από τις εφτά εκκλησίες που σώζονται. Στον συντηρημένο ναό του Ταξιάρχη πληρώσαμε εισιτήριο, όπως και στον ομώνυμο των Μοσχονησίων, οι οποίοι λειτουργούν ως μουσεία. Οι ναοί που είδαμε ακόμη είναι του Άη-Γιάννη της Αγοράς (Σαατλί τζαμί), του πολιούχου Άη-Γιώργη του Χιοπολίτη (Τσιναρλί Τζαμί), της Κάτω Παναγιάς (Χαϊρεντίν Πασά τζαμί), της Αγίας Τριάδας (καταρρέει μέρα με τη μέρα, σαν τραγικό ερείπιο) και της Φανερωμένης, που λένε πως θα επισκευαστεί. Σώζεται και το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής της οικογένειας Κόντογλου, κοντά στου Δαιμόνου την Τράπεζα, την περίφημη εξοχική τοποθεσία του Αϊβαλιού. Από τα είκοσι σχολεία σώζονται τα μισά και λειτουργούν επίσης ως σχολεία.
       Στο Μοσχονήσι είδαμε το ναό του Ταξιάρχη, εξαιρετικής αρχιτεκτονικής, το ερειπωμένο μητροπολιτικό μέγαρο, που υποτίθεται πως θα αναστηλωθεί, το σχολείο, τις κρήνες, τα πάμπολλα σπίτια, όπου κατοικούσαν μόνο Έλληνες και τώρα πρόσφυγες μουσουλμάνοι, με μητρική γλώσσα τα κρητικά ελληνικά, που τα μιλούν ακόμη.
        Το 1922 οι περισσότεροι άνδρες, Αϊβαλιώτες και Μοσχονησιώτες, σφάχτηκαν επί τόπου ή στάλθηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Μαζί τους μαρτύρησαν οι μητροπολίτες Κυδωνιών Γρηγόριος και Μοσχονησίων Αμβρόσιος.
      Το μεσημέρι πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Μετά την απαραίτητη στάση στο Τσανάκκαλε, διαπεραιωθήκαμε στη Μάδυτο. Χωρίς στάση φτάσαμε στα σύνορα. Το ηλιοβασίλεμα μάς βρήκε στην Κεσσάνη, καθώς κατευθυνόμασταν πια δυτικά.
       Θα πρέπει να ευχαριστήσω όλους, όσοι συνέβαλαν στην επιτυχία του ταξιδιού: το διοικητικό συμβούλιο, που την οργάνωσε, και τους συνταξιδιώτες, που ήταν πάντα στην ώρα τους, δεν θορυβούσαν και άκουγαν πάντα προσεκτικά, ακολουθώντας με αμείωτο ενδιαφέρον όλες τις ξεναγήσεις… Τέλος, το Θοδωρή.


Βάσω Τσακόγλου 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου