Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

ΓΙΑΓΑΤΣ KAI ΓΕΝΗΚΙΟΪ (ΝΕΟΧΩΡΙΟΝ)

Το Γιάγατς ήταν κτισμένο πάνω σε μιά ελαφριά πλαγιά, μέσα σε δασώδη περιοχή, ανάμεσα στους δυo παραποτάμους Καρανίκα και Μεγάλο Ρέμα, οι οποίοι στην πορεία τους  σχημάτιζαν τον ποταμό Καβάκ-Ντερέ.
Δυτικά του χωριού και σε απόσταση 2,5 περίπου ωρών υψώ­νονταν το Κουρού-Ντάγ με την περιοχή του οποίου οι κάτοικοι του Γιάγατς δεν είχαν καμιά επικοινωνία.
Διοικητικά υπάγονταν στον καζά της Περίστασης, στο σαντζάκι Καλλίπολης και στο βιλαέτι της Αδριανούπολης. Κατοικούνταν δε από 40 ελληνικές οικογένειες.
Επικρατέστεροι άνεμοι στο Γιάγατς ήταν ο βόρειος, γνωστός σαν Καραϊλί, που φυσούσε από τη διεύθυνση των Μαλγάρων και ο νότιος από την πλευρά της Περίστασης. Από τη διεύθυνση της Πόλης φυσούσε ο βορειοανατολικός άνεμος, που οι κάτοικοι τον θεωρούσαν βόρειο.
Το κλίμα του χωριού ήταν ξηρό και υγιεινό. Τα χιόνια άρχι­ζαν από του αγίου Δημητρίου κι έφταναν μέχρι τα μέσα του Μάρτη. Στο χωριό υπήρχαν οι εξής πηγές: Τσεσμές, που ήταν κοντά σ' ένα ρέμα με άφθονο και πολύ καλό νερό. Υπήρχε επί­σης μια ανώνυμη στη θέση τζαμί, το Μπαναρτζίκ και ο Ορτά- Ντερές. Λίγο μακρύτερα, σε απόσταση 2 χιλιομέτρων και στη θέση άγιος Γεώργιος, υπήρχε άλλη μια πηγή με άφθονο νερό με το οποίο πότιζαν οι χωρικοί τους κήπους τους.
Η εγκατάλειψη του Γιάγατς έγινε την Κυριακή 1η Οκτωβρίου του 1922. Η διαδρομή που ακολου­θήθηκε ήταν: Καδήκιοϊ, Κουρού-Ντάγ, Κεσσάνη, Ύψαλα, Φέραι, Αλεξανδρούπολη-Κομοτηνή. Από την τελευταία, 13 οικογένειες έφυγαν σιδηροδρομικώς για το Άδενδρο και οι υπόλοιπες 27 εγκα­ταστάθηκαν στο χωριό Μπουλάτκιοϊ, το οποίο απέχει 2 χιλιόμετρα από την Κομοτηνή. Από τον οικισμό αυτό μεταφέρθηκαν το 1925 στο Τσιριμπάσκιοϊ, σημερινό Πρωτάτο της Επαρχίας Σαππών.
Οι κάτοικοι του Γιάγατς ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και υπάγονταν στη μητρόπολη Μυριοφύτου και Περιστάσεως. Είχαν μια εκκλησία, της αγίας Τριάδος, κι ένα παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου. Υπήρχαν ακόμη, κοντά στο χωριό, τ' αγιάσματα του αγίου Ιωάννου και της Παναγίας της Παχνιώτισσας η οποία γιορ­τάζονταν στις 8 Σεπτεμβρίου (Γενέθλιον της Θεοτόκου).
Τα περισσότερα σπίτια στο Γιάγατς ήταν πετρόκτιστα, μονόροφα με τετράριχτη στέγη και τουρκικά κεραμίδια. Οι αυλές τους αρκετά μεγάλες έφταναν και τα 5 στρέμματα. Μέσα σ' αυτές φυσικά βρίσκονταν οι σταύλοι και οι αχυρώνες.
Το μικρό αυτό ελληνικό χωριό είχε μεγάλη έκταση εύφορης καλλιεργήσιμης γης και πλούσια βοσκοτόπια. Οι κάτοικοι του καλ­λιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, σίκαλη, ρόβι, φακές, λαθύρι, και ρεβύθια. Υπήρχαν επίσης λίγα αμπέλια ενώ η κτηνοτροφία ήταν πολύ ανεπτυγμένη.
Διατηρούσαν στο Γιάγατς 30 ζευγάρια βόδια, 200 αγελάδες και βουβάλια, 20 άλογα, 20 γαϊδούρια, 20 χοίρους και 10.000 γιδοπρόβατα.
Μεγάλοι κτηνοτρόφοι ήταν οι: Χατζηκυριαζής με 700 γίδια και 50 πρόβατα, Αργύρης Έξαρχος  με 400 γίδια, Γιαννάκης Χαρινάς με 400 γίδια και 200 πρόβατα και Γραμμένος Κεχαγιάς με 500 γίδια και 200 πρόβατα. Βοσκότοποι της περιοχής ήταν τα Σκλαριά, η Σιμιλιά, ο Αράπ-Ταρλάς, ο Τσερίκ-Ταρλάς, το Μέγα Ρέμα, ο Τόλης κ.ά.
Στα λιβάδια που αναφέραμε έβοσκαν όλα τα ζώα, ενώ στις ίδιες περιοχές, οι κάτοικοι έκαναν κάρβουνα από μεσέδες. Έβγαζαν 40-50 χιλιάδες οκάδες ξυλοκάρβουνα, τα οποία πουλούσαν στην Πε­ρίσταση και την Καλλίπολη. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών όταν ήθελαν να περιπαίξουν τους Γιαγατσινούς τους αποκαλούσαν Τουρλουκτσίδες, δηλαδή καρβουνιάρηδες. Στις πόλεις που αναφέραμε, έκαναν εξαγωγή οι κάτοικοι του Γιάγατς  10.000 οκάδες κασέρι το χρόνο.
Στο χωριό λειτουργούσε εξατάξιο δημοτικό σχολείο με 40 περίπου μαθητές και μαθήτριες κι ένα δάσκαλο. Η Ελληνική Διοί­κηση του 1920-1922 έκτισε νέο σχολικό κτίριο, του οποίου τα εγκαίνια δεν πρόλαβαν να γίνουν εξ' αιτίας του ξεριζωμού των Ελλήνων κι απ' αυτή την ελληνικότατη περιοχή.
Το Γιάγατς διοικούνταν από τετραμελές κοινοτικό συμβούλιο, που το αποτελούσαν ένα τσορμπατζής (μουχτάρης) και 3 αζάδες (σύμβουλοι). Υπήρχε ακόμη διμελής εκκλησιαστική επιτροπή, η οποία φρόντιζε και για τα σχολικά ζητήματα αφού η κοινότητα δεν είχε δικά της ιδιαίτερα έσοδα.
Στο Άδενδρο ήρθαν από το Γιάγατς οι εξής οικογένειες:
Βεροπλίδης Ιωακείμ, Κολοκυθάς Νικόλαος, Λυγκεράς Αναγνώ­στης, Παπάζογλου Δημήτριος.

  ΓΕΝΗΚΙΟΪ (ΝΕΟΧΩΡΙΟΝ)
Το χωριό αυτό βρίσκεται νοτιοδυτικά του Ιερού Όρους και στους δυτικούς πρόποδές του. Κατά την εποχή δε του ξεσηκωμού αριθμούσε πάνω από 200 ελληνικές οικογένειες. Διοικητικά υπάγο­νταν στον καζά της Περίστασης, στο σαντζάκι της Καλλίπολης και στο βιλαέτι της Αδριανούπολης, ενώ η πλησιέστερη προς το Γενήκοϊ πόλη ήταν η Περίσταση σε απόσταση 10-12 χιλιο­μέτρων ή 4 ωρών δρόμου.
Γύρω από το Γενήκοϊ υπήρχαν τ' ακόλουθα ελληνικά χωριά: Γιαλτζίκ σε απόσταση 2  ωρών, Εξαμίλι σε απόσταση 2 ωρών, Αλμαλή  σε απόσταση 1,5 ώρας  και Μάλγαρα σε απόσταση 4 ωρών.
Η θέση πάντως του χωριού δεν ήταν πάντα η ίδια. Σύμφω­να με την παράδοση, το Γενήκιο μετακινήθηκε και ξαναχτίστηκε 3 φορές. Αιτία αυτών των μετακινήσεων ήταν η χολέρα.
Το παλιό χωριό ήταν πιο νότια, κοντά στη θάλασσα, στα παράλια της Προποντίδας. Όταν ξαναχτίστηκε πήρε το όνομα Γενήκιοϊ, που σημαίνει καινούργιο χωριό, άρα Νεοχώριον.
Επικρατέστεροι άνεμοι στην περιοχή ήταν: Ο βορειοδυτικός από την μεριά των Μαλγάρων, ενώ ο νότιος δεν έπιανε την πε­ριοχή, γιατί παρεμβάλλονταν λόφοι προς τη μεριά της θάλασσας και το χωριό έπεφτε χαμηλά. Το κλίμα πάντως ήταν υγρό (παραθα­λάσσιο προς το ξηρό).
Το Γενήκιοϊ είχε επίσης πολύ καλό νερό. Στη Μεγάλη Βρύση (Κοτά-Τσεσμέ), που σώζεται μέχρι σήμερα, το νερό έρχεται από το βουνό με σωλήνες, από κάποια πηγή που λέγονταν παλιά Σουγούλ-Τανά και βρίσκονταν κοντά στο εκκλησάκι του αη-Λιά. Υπήρχαν όμως κι άλλες τρεις βρύσες στο χωριό, των οποίων το νερό ήταν ακατάλληλο ακόμα και για τα ζώα, ενώ αυτή που ήταν έξω από το χωριό, ονομάζονταν Γκιο, βρίσκονταν προς το δρόμο του Σοφίκιοϊ και είχε κάπως καλύτερο νερό.
Κατά τους μεγάλους σεισμούς των Γανοχώρων το 1912, καταστράφηκαν πολλά σπίτια, αρκετά έπαθαν ζημιές. Ταυτόχρονα υπήρχαν 9 νε­κροί, ανάμεσά τους και μια ετοιμόγεννη, ενώ σκοτώθηκαν και πολλά ζώα. Τα σχετικά λίγα θύματα, ανάλογα με τις υλικές ζη­μιές, οφείλονται στο ότι όλος ο κόσμος βρίσκονταν στ' αλώνια.
Στο Γενήκιοϊ υπήρχαν 3 ανεμόμυλοι: του Πολυχρονίου Καλαμαρά, του Θεοδώρου Χατζή και των Βασιλείου Τσελβελή-Αίνας Αραμπατζή και Κωνσταντίνου Ζαγκότη.
Το 1915, οι κάτοικοι του χωριού εξορίστηκαν  στην περιοχή του Βαλουκεσίρ, στο Βεζύρ-Χαν και τη Λεύκη και αργότερα στο Ατά-Παζάρ. Πολλοί απ' αυτούς και κυρίως τα παιδιά πέθαναν στην εξορία από τη δυσεντερία, άλλες αρρώστιες και επιδημίες, γιατί ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες, στερούνταν των πάντων και έπιναν ακατάλληλο νερό. Τα θύματα ξεπερνούν τα 150.
Κατά την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου έγινε γενική επιστράτευση και από 19 έως 45 χρόνων οι άντρες υπηρέτησαν; ως στρατιώτες στον τουρκικό στρατό ή σε διάφορα τάγματα εργασίας, όπου αρκετοί άφησαν την τελευταία τους πνοή, γιατί δεν άντεξαν τις στερήσεις και τις κακουχίες.
Τον Οκτώβρη του 1922 πήραν το δρόμο της προσφυ­γιάς .
Οι πρώτες οικογένειες των προσφύγων κατοίκων του Γενήκιοϊ εγκαταστάθηκαν στα χωριά της Κομοτηνής Τσιριμπάσκιοϊ (Πρωτάτο) Καρατζάκιοϊ (Άρατος) και Τσελεμπίκιοϊ  (Αρχοντικά).
Οι οικογένειες των Καλαμαράδων έμειναν επί ένα χρόνο στο Τσελεμπίκιοϊ και μετά εγκαταστάθηκαν στο Δρέπανο της Κοζάνης και μερικοί στο διπλανό χωριό Γαλάνι. Κι' από το Καρατζάκιοϊ όμως άλλες οικογένειες πήγαν στην Όσσα Λαγκαδά, άλλες στην Καρπερή Σερρών κι άλλες έφυγαν στην Πεπονιά και Ομαλή της Κοζάνης.
Το 1925 τέλος, μερικές οικογένειες έφυγαν από το Δρέπανο της Κοζάνης κι από άλλα χωριά της Μακεδονίας κι εγκαταστάθη­καν στο  Άδενδρο. Αυτές ήταν των:
Κωνσταντίνου Λασκαρίδη-Παπαδοπούλου (Παπακώστα), Αναγνώστου Καλαμαρά, Αθανασίου Γραμματά, Αργυρούλας Μοσχίδου, Φραγκούλας Λασκαρίδου-Καλαμαρά, Λουμζάνη Στρατή και Χρή­στου Παρασχάκη. Την ίδια επίσης εποχή ήρθε στο Άδενδρο και η οικογένεια του Λυμπέρη ή Καμάρα Ιωάννη η οποία όμως κατάγο­νταν από τις Καμάρες και το Γενήκιοϊ εξ ου και το επίθετο Κα­μάρας.
Το χωριό εκκλησιαστικά υπάγονταν στη μητρόπολη  Μυριοφύτου και Περιστάσεως. Η μεγάλη εκκλησία του ήταν αφιερωμένη στον άγιο Ευστράτιο, πράγμα που ορισμένοι το αμφισβητούν και υποστηρίζουν πως ήταν του αγίου Αθανασίου. Υπήρχαν πάντως κι άλλες τρεις μικρότερες ή παρεκκλήσια: του προφήτη Ηλία πάνω στο βουνό Καλέ, του αγίου Αθανασίου στον κάμπο και της  αγίας Παρασκευής.
Στο Γενήκιοϊ υπήρχαν δύο ομάδες οργανοπαιχτών, οι οποίοι έπαιζαν κλαρίνο και ούτι. Τελευταία επίσης υπήρχε κι ένας παρα­δοσιακός τραγουδιστής-γκαϊντατζής ο οποίος έφτασε μέχρι το Άδενδρο στα χρόνια 1948-1950, ο επονομαζόμενος Μήτρος Μπαμπαΐτης.
Τα σπίτια του ελληνικότατου αυτού οικισμού ήταν πετρόκτιστα, ισόγεια ή διώροφα με τετράριχτη στέγη και τουρκικά κεραμί­δια. Οι αυλές τους ήταν περιφραγμένες με αυλοντούβαρα.
Οι κάτοικοι ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι καλλιεργούσαν δε σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, ενώ είχαν λίγα αμπέλια και μποστάνια για δική τους χρήση.
Μεγάλοι κεχαγιάδες του χωριού ήταν οι εξής: Αρχοντής Κοτσαμπουζακλής, Αρχοντής Τουμουρέλας, Πασχάλης Κεχαγιάς, Κυρί­δος, Διαμαντής Τσαβέλλας, Στρατής Λουμζάνης, Παναγιώτης  Χατζής, Νικόλτσος κ.ά.
Γεωργοί με πολλά στρέμματα στο Γενήκιοϊ ήταν οι: Δημήτριος Καλαμαράς, Γεώργιος Παρασχάκης, Αθανάσιος  Παρασχάκης και Αναγνώ­στης Παρασχάκης.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ακόμη πως την εποχή του ξερι­ζωμού υπήρχαν στο χωριό πέντε θεριστικές μηχανές που τις είχαν οι: Σημ. Καλαμαράς, Πολυχρόνης Καλαμαράς, Στάθης Καλαμαράς, Αθανάσιος Κοτσαμπάσης και Αναγνώστης  Παρασχάκης.
Ο Άνθιμος Κοτσάμπασης ή Κοτσαμπάσης ήταν ιερέας, που εγκαταστάθηκε στη Σπάρτη και μόρφωσε όλα τα παιδιά του. Γιος του άξιου αυτού Ιερέα ήταν ο άριστος γιατρός Κωνσταντίνος Κοτσάμπασης, γιατρός στα Νέα Μάλγαρα, ο οποίος επισκέπτονταν τακτι­κά και τους πατριώτες του στο Άδενδρο. Ο αδελφός του, εξαίρε­τος δικηγόρος Παναγιώτης Κοτσάμπασης, είναι επίσης πολύ γνωστός στους Αδενδριώτες.
Ας συνεχίσουμε όμως την αναφορά μας στο Γενήκιοϊ. Το ελ­ληνικό αυτό χωριό της Ανατολικής Θράκης είχε τρεις φούρνους, που δού­λευαν όλοι πολύ καλά, κάποιοι ήταν χτίστες και τσαγκάρηδες. Υπήρχε επίσης κι ένα μεγάλο μαγαζί γενικού εμπορίου το οποίο προμήθευε με κάθε λογής προϊόντα όλα τα γύρω χωριά. Διέθετε τρόφιμα, ποτά, υφά­σματα, παπούτσια, σιδηρικά, καύσιμα, μπαρούτια και άλλα πολλά είδη γεωργικής χρήσεως μέχρι φυτοφάρμακα και ιατρικά φάρμακα για ανθρώπους  και  ζώα. Το μαγαζί αυτό ήταν του Λασκαράκη  Λασκαρίδη, ο οποίος ήταν τσιράκι σε μεγάλο εμπορικό στην Καλλίπολη, κι όταν μεγά­λωσε άνοιξε δικό του κατάστημα στο χωριό. Τα εμπορεύματά του έρχονταν από την Καλλίπολη και Κωνσταντινούπολη με καμήλες.
Το Γενήκιοϊ είχε ένα σχολείο ισόγειο με 3 αίθουσες και 3 δασκάλους. Διέθετε επίσης δυο κατοικίες δασκάλων. Εδώ πρέπει να πούμε ακόμη πως οι δάσκαλοι πληρώνονταν από τους γονείς των παιδιών, οι οποίοι έδιναν για κάθε παιδί τους που πήγαινε στο σχολείο ένα τενεκέ σιτάρι.
Το χωριό διοικούνταν από 12μελές κοινοτικό συμβούλιο, ενώ υπήρχε ακόμη 5μελής εκκλησιαστική επιτροπή η οποία φρόντιζε και για τα ζητήματα του σχολείου.
Τις μέρες του ξεσηκωμού είχε κυκλοφορήσει το τραγούδι που θ' αναφέρουμε στη συνέχεια, το οποίο τραγουδούσαν τα παιδιά του σχολείου με τα μάτια  δακρυσμένα.
 «Στις 11 Οκτωβρίου διαταγή μας βγήκι τη Θράκη για ν' αφήσουμι να πάμ' στη Σαλουνίκη.
Θράκη μου έμορφη που φεύγω και σ' αφήνω γεια, μα γω θα μείνω Θρακοπούλα και στην ξενητειά!
Με φερετζέ σε ντύσανε Θράκη μου τη μορφή σου, αλλά δεν θα μπορέσουνε ν' αλλάξουν την ψυχή σου»
 (Από απαγγελία του Ζαφειρίου Κατσιβελάρη).
Παραδόσεις σχετικές με την περιοχή του Γενήκιοϊ
Στο δρόμο απ' το Γενήκιοϊ προς την Περίσταση, πάνω στο βουνό υπήρχε ένα γυναικείο άγαλμα που κρατούσε στην αγκαλιά του ένα παιδάκι. Κάτω από το σημείο που βρίσκονταν το εν λόγω άγαλμα, που οι κάτοικοι του χωριού ονόμαζαν «κοπέλα», υπήρχε ένα κοίλωμα το οποίο έμοιαζε σαν φούρνος. Μέσα σ' αυτό το κοί­λωμα υπήρχαν πέτρινα ομοιώματα ψωμιών.
Στην ίδια περιοχή ήταν το αγίασμα της αγίας Παρασκευής, που το νερό πήγαζε μέσα από ένα βράχο. Το 1915, όταν οι κάτοικοι του Γενήκιοϊ εξορίστηκαν στο Βεζύρ-Χαν της Μικράς  Ασίας, η πηγή στέρεψε. Όταν επέστρεψαν πάλι το 1918, όσοι κατάφεραν να επιζή­σουν, καθάρισαν το μέρος της πηγής και το νερό άρχισε να ξανα­τρέχει.
Σε μια άλλη περιοχή, στο δρόμο προς το χωριό Καβάκι, και μέσα στο μερά του Γενήκιοϊ, υπήρχε κάποιο αρχαίο κατασκεύασμα, πιθανόν αρχαίος τάφος με δύο χώρους. Άγνωστα στην περιοχή άτομα που ήρθαν μ' ένα πλοίο, το οποίο είχε αγκυροβολήσει στ' ανοιχτά της θάλασσας, περιεργάζονταν την περιοχή παριστάνοντας τους ζωέμπορους.
Για να ξεφύγουν από τις παρακολουθήσεις των χωρικών, αγό­ρασαν καμιά διακοσαριά γίδια τα οποία έβαλαν να τα φυλάει κά­ποιος Τσαγκός Χρυσάφης από το Εξαμίλι. Οι παράξενοι αυτοί επισκέπτες είχαν ένα χάρτη της περιοχής και έψαχναν να βρουν κάποιο συγκεκριμένο σημείο. 'Οταν λοιπόν βρήκαν τον τάφο, τον εσύλησαν, πήραν ό,τι είχε και τα μετέφεραν νύχτα στο πλοίο τους με το οποίο έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Τα γίδια έμειναν στον Τσαγκό.
Τις πληροφορίες για τις παραδόσεις που αναφέραμε μας τις έδωσε η κυρία Αργυρούλα Μασούτη - Μουτάφη και μας τις επιβεβαίωσαν η Ζαφειρώ Βερέμη - Καλαμαρά κι ο Στέργιος Χατζάκης από την Πεπονιά Κοζάνης.
              Σημείωση:  Για το άγαλμα της ‘’κοπέλας.
Σύμφωνα με αφήγηση του Θωμά χατζή, που ζει στην Ομαλή Βοΐου, ο χρόνος και τα φυσικά φαινόμενα έγλυψαν το βράχο και του  έδωσαν κάποια σχήματα. Οι χωρικοί διέκριναν σε αυτά μια γυναίκα να κρατάει ένα παιδί.
ΗΘΗ ΚΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΓΕΝΗΚΙΟΪ
Ο πρώτος ξένος που έμπαινε μέσα στο σπίτι τη μέρα της Πρωτοχρονιάς έκανε και το ποδαρικό. Αυτόν λοιπόν τον επισκέπτη τον έβαζαν κοντά στο τζάκι, εκείνος έπαιρνε μια μασιά και σκάλιζε τη στάχτη και ρίχνοντας αλάτι έλεγε ευχές για το σπίτι, την οικογέ­νεια, το νοικοκυριό, τα ζώα και τα σπαρτά.
Την ώρα που έδινε αυτές τις ευχές, έριχναν πάνω στο κεφάλι του, που το είχαν σκεπάσει μ' ένα ύφασμα, σιτάρι. Η νοικοκυρά του σπιτιού, τέλος, του έδινε τα φιλοδωρήματά της, καρύδια, μήλα, σύκα, κάστανα, χρήματα, για να φύγει από το σπίτι της ευχαριστημένος. Αν η χρονιά που άρχιζε, πήγαινε καλά, η νοικοκυρά ξανακαλούσε τον ίδιο επισκέπτη να της κάνει ποδαρικό και την επόμενη χρονιά. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν του έλεγε τίποτε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου